σιλφιοφόρος

σιλφιοφόρος
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει σίλφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιλφιοφόρος — bearing silphium masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AXIRIS — Herodoto l. 4. ubi de Lalerpiciferae in Cyrenaica regionis situ, urbs est Cyrenensium, unde σιλφιοφόρος seu Laserpicifera inceperit. Α῎ξυλιν vocat Ptol. Vide Salmas. ad Solin. p. 369 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”